-
1 επέζωσε
-
2 ἐπέζωσε
-
3 επιζαω
ион. ἐπιζώω оставаться в живых (после кого-л.), переживать(ὀλίγον χρόνον Plut.)
εἰ ἐπέζωσε καὴ μέ ἀπέθανε πρότερον Her. — (ребенок Кир будет царствовать), если выживет, а не умрет раньше -
4 ἐπιζάω
A survive,εἰ ἐπέζωσε Hdt.1.120
; ἂν ὡς ὀλίγιστονχρόνον ἐπιζώῃ Pl.Lg. 661c
(- ζώιη cod.), cf. Eus.Mynd.38, etc.: me taph.of envy, Plu.Num.22.
См. также в других словарях:
ἐπέζωσε — ἐπιζώννυμι gird on aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)